1 φυγόκεντρος
φυγόκεντρος δύναμις — центробежная сила
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φυγόκεντρος
2 φυγόκεντρος
Эллино-русский словарь > φυγόκεντρος